- ματαιόδοξος
- 1) vain2) vaniteux
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ματαιόδοξος — η, ο αυτός που επιζητεί μάταια δόξα, αυτός που περηφανεύεται για πράγματα ανάξια λόγου: Είναι ματαιόδοξος και μεγαλοπιάνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματαιόδοξος — η, ο 1. αυτός που υπερηφανεύεται για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενόδοξος, ματαιόφρων 2. αυτός που επιζητεί μάταιη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + δοξος (< δόξα), πρβλ. απαισιό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
ματαιοδοξώ — [ματαιόδοξος] 1. είμαι ματαιόδοξος, υπερηφανεύομαι για ασήμαντα πράγματα 2. επιζητώ μάταιη δόξα … Dictionary of Greek
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αβδηριτικός — ή, ό (Α ἀβδηριτικός, ή, όν) [Αβδηρίτης] ανόητος, μωρός, κούφος, ματαιόδοξος … Dictionary of Greek
δανδής — ο άνδρας που δείχνει υπερβολική αδυναμία στην άκρα κομψότητα, τόσο στην ενδυμασία όσο και στους τρόπους, στα γούστα και την κοινωνική συμπεριφορά του, επιζητώντας να προβάλει επιδεικτικά τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) dandy, το οποίο πιθ.… … Dictionary of Greek
διάκενος — η, ο (AM διάκενος, ον) [κενός] 1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος 2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους 3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν) κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. διάκενο το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο … Dictionary of Greek
εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… … Dictionary of Greek
κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] … Dictionary of Greek
κενεόφρων — κενεόφρων, ον (Α) αυτός που ματαιοφρονεί, ο ματαιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ε)ο (βλ. κεν[ο] ) + φρων (< φρήν, ενός «μυαλό, καρδιά»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν (πρβλ. κρατερό φρων, ταπεινό φρων)] … Dictionary of Greek
κενοδοξώ — (Α κενοδοξῶ, έω) [κενόδοξος] νεοελλ. μσν. 1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ 2. επαίρομαι, μεγαλαυχώ μσν. περιφρονώ αρχ. έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῡντες», Πολ.) … Dictionary of Greek